-
1 дружелюбный
дружелюбный φιλικός, ευμενής \дружелюбныйое отношение η φιλοφροσύνη* * *φιλικός, ευμενήςдружелю́бное отноше́ние — η φιλοφροσύνη
-
2 вежливость
вежлив||остьж ἡ εὐγένεια, ἡ λεπτότητα, ἡ φιλοφροσύνη, ἡ ἀβρότητα. -
3 дружелюбие
дружелюб||иес ἡ φιλικότητα [-ης], ἡ φιλοφροσύνη, ἡ εὐμένεια, ἡ καλωσύνη. -
4 любезность
любезн||остьж1. (свойство) ἡ φιλοφροσύνη, ἡ ἀβρότητα, ἡ προσήνεια, ἡ ἀβροφροσύνη·2. (одолжение) ἡ χάρη [-ις], ἡ καλωσύνη:сделайте \любезностьость κάνετε μου τήν χάρη·3. (комплимент) ἡ φιλοφρόνησις, τό κομπλιμέντο:говорить \любезностьости κάνω κομπλιμέντα. -
5 обходительность
обходительн||остьж ἡ εὐπροσηγορία, ἡ φιλοφροσύνη (приветливость)/ ἡ εὐγένεια, ἡ λεπτότητα (любезность). -
6 приветливость
приветлив||остьж ἡ διαχυτικότης, ἡ ἀνοιχτοκαρδιά, ἡ φιλοφροσύνη. -
7 радушие
раду́ш||иес ἡ ἐγκαρδιότητα [-ης], ἡ φιλοφροσύνη. -
8 обходительность
[πχαντίτιλ'ναот'] ουσ. θ. φιλοφροσύνη -
9 радушие
[ραντσύσυιε] ουσ. θ. φιλοφροσύνη -
10 обходительность
[πχαντίτιλ'ναот'] ουσ θ φιλοφροσύνη -
11 радушие
[ραντσύσυιε] ουσ θ φιλοφροσύνη -
12 вежливость
-и θ.ευγένεια, φιλοφροσύνη, αβρότητα, τρυφερότητα. -
13 галантность
-и θ.αβρότητα, φιλοφροσύνη. -
14 деликатность
-и θ.λεπτότητα, τρυφερότητα, αβρότητα, φιλοφροσύνη. -
15 дружелюбие
-я ουδ.φιλικότητα, φιλοφροσύνη!, ΐιεριποιητικότητα. -
16 изволить
ρ.δ.1. παλ. θέλω, επιθυμώ•чего -те? τι επιθυμείτε;
2. χρησιμοποιείται με απαρέμφατο άλλου ρήματος αντί των προσώπων αυτού του ρήματος και εκφράζει: εκτίμηση, φιλοφροσύνη, αβρότητα, δυσαρέσκεια, αγανάκτηση, μομφή, ειρωνεία•господд -ят спать τα αφεντικά κοιμούνται•
-ите с£ми судить κρίνετε μονάχοι σας•
вы -ите шутить αστειεύεστε•
-ите ли видеть βλέπετε;•
вместо того, чтобы работать, вы все -ите полживать αντί να δουλεύετε, όλοι. σας το πιάσατε ξαπλωταριά,
προστκ. изволь(те) σημαίνει,: α) καλά•-те, остинусь ещё на час καλά, θα περιμένω ακόμα μια ώρα•
изволь, я согласен καλά, είμαι σύμφωνος, β) να, πάρε, ωρίστε•
дайте мне папиросу. изволить извольте δόστε μου ένα τσιγάρο. -ωρίστε. γ) προσταγή•
-те выйти βγήτε έξω•
-те сначала поучиться, а потом другим указывать πρώτα να μάθετε εσείς καλά και μετά να υποδείχνεται στους άλλους.
-те! παρακαλώ!
εκφρ.чего -ите? – παλ. τι επιθυμείτε; -
17 комплимент
-а α.κοπλιμέντο, φιλοφροσύνη. -
18 ласка
-
19 обходительность
-и θ.φιλοφροσύνη, αβρότητα προσήνεια καταδεχτικότητα. -
20 приветливость
-и θ.φιλοφροσύνη, προσήνεια, αβρότητα, αβροφροσύνη, περ ιπο ιητικό-τητα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
φιλοφροσύνη — η, ΝΜΑ [φιλόφρων, ονος] 1. φιλική διάθεση, ευγενική συμπεριφορά, φιλοφρόνηση νεοελλ. 1. (γενικά) ευγένεια, περιποιητικότητα, ευπροσηγορία 2. φρ. «διεθνής φιλοφροσύνη» διεθν. δίκ. σύνολο κανόνων συμπεριφοράς τών κρατών αρχ. 1. ευδιαθεσία, ευθυμία… … Dictionary of Greek
φιλοφροσύνη — η 1. φιλική διάθεση, περιποιητικότητα, ευγένεια, ευγενική συμπεριφορά: Υπήρχε φιλοφροσύνη στη φιλοξενία. 2. φιλική υποδοχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλοφροσύνη — φιλόφρων kindly disposed fem nom/voc sg (attic epic ionic) φιλοφρόσυνος fem nom/voc sg (attic epic ionic) φιλοφροσύνη friendliness fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοφροσύνῃ — φιλόφρων kindly disposed fem dat sg (attic epic ionic) φιλοφρόσυνος fem dat sg (attic epic ionic) φιλοφροσύνη friendliness fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοφροσυνῶν — φιλοφροσύνη friendliness fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοφρονώ — φιλοφρονῶ, έω, ΝΜΑ [φιλόφρων, ονος] φέρομαι με φιλοφροσύνη, με ευγένεια αρχ. 1. (με δοτ. προσ.) δείχνω φιλοφροσύνη σε κάποιον («ὁ δὲ Κῡρος ἰδὼν αὐτὸν ἄλλο μὲν οὐδὲν ἐφιλοφρονήσατο αὐτῷ», Ξεν.) 2. (για πράγμ.) ευφραίνω, ευχαριστώ 3. (αμτβ.) είμαι… … Dictionary of Greek
φιλοφροσύνα — φιλοφροσύνᾱ , φιλόφρων kindly disposed fem nom/voc/acc dual φιλοφροσύνᾱ , φιλόφρων kindly disposed fem nom/voc sg (doric aeolic) φιλοφροσύνᾱ , φιλοφρόσυνος fem nom/voc/acc dual φιλοφροσύνᾱ , φιλοφρόσυνος fem nom/voc sg (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοφροσύναι — φιλοφροσύνᾱͅ , φιλόφρων kindly disposed fem dat sg (doric aeolic) φιλοφροσύνᾱͅ , φιλοφρόσυνος fem dat sg (doric aeolic) φιλοφροσύνη friendliness fem nom/voc pl φιλοφροσύνᾱͅ , φιλοφροσύνη friendliness fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοφροσύνας — φιλοφροσύνᾱς , φιλόφρων kindly disposed fem acc pl φιλοφροσύνᾱς , φιλόφρων kindly disposed fem gen sg (doric aeolic) φιλοφροσύνᾱς , φιλοφρόσυνος fem acc pl φιλοφροσύνᾱς , φιλοφρόσυνος fem gen sg (doric aeolic) φιλοφροσύνᾱς , φιλοφροσύνη… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Aglaya — En la mitología griega, Aglaya o Aglaia (en griego antiguo Ἀγλαΐα, «la resplandeciente», «la que brilla», «la esplendorosa», «la espléndida») también Aglaye o Áglae [1] era la más joven y bella de las tres Cárites. Simbolizaba la inteligencia, el … Wikipedia Español
Hefesto — en la forja por Guillaume Coustou (hijo), Louvre. En la mitología griega, Hefesto (en griego Ἥφαιστος Hêphaistos, quizá de φαίνω phainô, ‘brillar’) es el dios del fuego y la forja, así como de los herreros, los artesanos, los es … Wikipedia Español